-
1 ἐξάγω
I of persons, mostly c. gen. loci, μεγάροιο, πόγηος, ὁμίλου, Od.22.458, 23.372, Il.5.353; μάχης ib.35: with ἐκ.., Od.8.106, 20.21;ἐ. ἐκ τῆς χώρης Hdt.4.148
, al.; Ἄργεος ἐξαγαγόντες having brought her out from Argos, Il.13.379; bring out of prison, release, PHib.1.34.4, al. (iii B.C.), Act.Ap.16.39; bring forth into the world,τόν γε.. Εἰλείθυια ἐξάγαγε πρὸ φόωσδε Il.16.188
; lead out of the nest,Arist.
HA 613b12;ἐ. Λυδοὺς ἐς μάχην Hdt.1.79
, etc.;ἐπὶ θήραν τινά Ar.Fr.2
D., cf. X.Cyr.1.4.14; lead out to execution, Hdt.5.38, X.An.1.6.10, etc.: c. acc. cogn.,με τήνδε τὴν ὁδὸν.. ἐξήγαγε S.OC98
.b seemingly intr., march out (sc. στρατόν), X.HG 4.5.14, 5.4.38, etc.: generally, go out,ὡς εἰς θήραν Id.Cyr.2.4.18
; εἰς προνομάς ib.6.1.24: once in Hom., τύμβον.. ἕνα χεύομεν ἐξαγαγόντες let us go out and pile one tomb for all, Il.7.336 (Aristarch.); also, come to an end, οἱ μεγάλοι πόνοι συντόμως ἐ. soon pass away, Epicur.Fr. 447, cf. M.Ant.7.33.2 draw out from, release from,ἀχέων τινά Pi.P.3.51
; ἐ. τινὰ ἐκ τοῦ ζῆν, i.e. put him to death, Plb. 23.16.13; ἑαυτὸν ἐκ τοῦ ζῆν commit suicide, Id.38.16.5;τοῦ ζῆν Plu.2.1076b
;τοῦ σώματος Id.Comp.Demetr.Ant.6
; simplyἐ. ἑαυτόν Chrysipp.Stoic.3.188
, cf. Paul.Aeg.5.29;ὅταν ἡμᾶς τὸ χρεὼν ἐξάγῃ Metrod.49
.3 eject a claimant from property (cf.ἐξαγωγή 11
), D.30.4, 32.17, 44.32, etc.:—[voice] Pass., to be turned out,ὑπὸ τοῦ παιδοτρίβου Aeschin.Socr.37
.II of merchandise, etc., carry out, export,ῥῶπον χθονός A.Fr. 263
, cf. Ar.Eq. 278, 282, etc.; εἴ τις ἐξαγαγὼν παῖδα ληφθείη exporting him as a slave, Lys.10.10, cf. 13.67:—[voice] Pass., And. 2.11, Th.6.31, X.Vect.3.2, etc.; exports,Arist.
Rh. 1359b22;οὔτε γὰρ ἐξήγετο.. οὐδὲν οὔτ' εἰσήγετο D.18.145
:—[voice] Med., X.Ath.2.3.2 draw off water, Id.Oec.20.12 ([voice] Pass.), D.55.17; draw out, of perspiration,ὑπὸ τοῦ ἡλίου Hp.
Aër.8 ([voice] Pass.); so, carry off by purgative medicines,ἕλμινθας Gp.12.26.1
, cf. Dsc.2.152.2, Plu.2.134c, Aret.CA2.5: generally, get rid of, Thphr.HP5.6.3.4 of expenses,ἐπὶ πλεῖστον ἐξάγεσθαι D.C.43.25
.III bring forth, produce, ;ᾠά
hatch,Arist.
HA 564b8; call forth, excite,δάκρυ τινί E.Supp. 770
:—[voice] Med.,γέλωτα ἐξαγαγέσθαι X.Cyr.2.2.15
; elicit, induce,Id.
Hier.9.11.IV lead on, carry away, excite, , Supp.79;τινὰ ἐπ' οἶκτον Id. Ion 361
, cf. HF 1212 (anap.);ἐς τοὺς κινδύνους Th.3.45
; in bad sense, lead on, tempt,οὐδέ με οἶνος ἐ. ὥστε εἰπεῖν Thgn.414
;ἐ. ἐπὶ τὰ πονηρότερα τὸν ὄχλον Th.6.89
:—[voice] Med., E.HF 775 (lyr.);εἰς τὸ διδόναι λόγον Plu.2.922f
:—[voice] Pass., to be led on to do a thing, c.inf.,ἐξήχθην ὀλοφύρασθαι Lys.2.61
;ταῦτα.. ἐξήχθημεν εἰπεῖν Pl.R. 572b
, cf. X.An.1.8.21;ἃ μὲν ἄν τις ἐξαχθῇ πρᾶξαι D.21.41
, cf. 74;εἰς ἅμιλλαν Plu.Sol.29
: abs., to be carried away by passion, Din.1.15;ὑπὸ τοῦ θυμοῦ Paus.5.17.8
, etc.; ἐξάγουσα ὀδύνη distracting pain, Herod. [voice] Med. ap. Orib.7.8.1.2 lead away, [λόγον] εἰς ἄλλας ὑποθέσεις Plu. 2.42e
;προβλήματα ἐ. εἰς ὀργανικὰς κατασκευάς
reduce,Id.
Marc.14 (also εἰς ἔργον πρόβλημα ibid.); ἐ. εἰς τὸ ἀνώτερον, Lat. altius repetere, Id.2.639e; πρὸς τὴν Ἑλληνικὴν διάλεκτον ἐξάγειν τοὔνομα express in Greek, Id.Num.13.V exercise,τὴν ἀρχὴν οὐκέτι βασιλικῶς, ἀλλὰ τυραννικώτερον D.H.2.56
, cf. IG22.1304.4, 14; carry out instructions, Michel 409.18 (Naxos, iii B.C.).VII intr., pass one's life, D.S.3.43. -
2 προσλαμπω
бросать свет, освещать Plat.ἡλίου προσλάμποντος Plut. — когда светит солнце;
ὑπὸ τοῦ ἡλίου προσλάμπεσθαι Plut. — освещаться солнцем -
3 χρίω
Aχρῖον Od.4.252
, alsoχρίεσκε A.R.4.871
: [tense] fut. : [tense] aor.ἔχρῑσα Od.10.364
, etc., [dialect] Ep.χρῖσα Il.16.680
, Od.4.49: [tense] pf. , al.:—[voice] Med., [tense] fut.χρίσομαι Od.6.220
: [tense] aor. part. χρῑσάμενος ib.96, Hes.Op. 523, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.χρισθήσομαι LXXEx.30.32
: [tense] aor. , Achae.10: [tense] pf.κέχρῑμαι Hdt.4.189
, 195, Magnes 3, etc., later : [tense] plpf. ἐκέχριστο f. l. in X.Cyr.7.1.2; [ per.] 3pl.ἐκέχριντο Callix.2
. [Even in [tense] pres. and [tense] impf. ι is long, Od.21.179 ([etym.] ἐπι-χρῑοντες), Il.23.186, S.Tr. 675, etc.; χρῐει only in late Poets, as AP6.275 (Noss.): in [tense] fut. and all other tenses [pron. full] ῑ without exception, whence the proper accent. is χρῖσαι, κεχρῖσθαι, χρῖσμα, etc.:—touch the surface of a body slightly, esp. of the human body, graze, hence,I rub, anoint with scented unguents or oil, as was done after bathing, freq. in Hom.,λόεον καὶ χρῖον ἐλαίῳ Od.4.252
;ἔχρισεν λίπ' ἐλαίῳ 3.466
;λοέσσαι τε χρῖσαί τε 19.320
; of a dead body,χρῖεν ἐλαίῳ Il.23.186
; anoint a suppliant, Berl.Sitzb.1927.170 ([place name] Cyrene); πέπλον χ. rub or infect with poison, S.Tr. 675, cf. 689, 832 (lyr.): metaph.,ἱμέρῳ χρίσασ' οἰστόν E.Med. 634
(lyr.);οὐ μέλανι, ἀλλὰ θανάτῳ χ. τὸν κάλαμον Plu.2.841e
:—[voice] Med., anoint oneself, Od.6.96;κάλλεϊ ἀμβροσίῳ οἵῳ.. Κυθέρεια χρίεται 18.194
, cf. Hes.Op. 523;ἐλαίῳ Gal.6.417
;ἐκ φαρμάκου Luc. Asin.13
: c. acc. rei, ἰοὺς χρίεσθαι anoint (i. e. poison) one's arrows, Od.1.262:—[voice] Pass.,χρίεσθαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου Hdt.3.124
; βακκάριδι κεχριμένος Magnes l. c.;συκαμίνῳ τὰς γνάθους κεχριμέναι Eub.98.3
: metaph., .2 in LXX, anoint in token of consecration,χ. τινὰ εἰς βασιλέα 4 Ki.9.3
;εἰς ἄρχοντα 1 Ki.10.1
;εἰς προφήτην 3 Ki.19.16
; alsoχ. τινὰ τοῦ βασιλεύειν Jd.9.15
: c. dupl. acc.,χ. τινὰ ἔλαιον Ep.Heb.1.9
.II wash with colour, coat,αἰγέαι κεχριμέναι ἐρευθεδάνῳ Hdt.4.189
; πίσσῃ ib. 195, cf. Inscr.Délos 442A 188 (ii B. C.);ἀσφάλτῳ X.Cyr.7.5.22
([voice] Pass.);στοάν Supp.Epigr.4.268
(Panamara, ii A. D.):—[voice] Med., τὸ σῶμα μίλτῳ χρίονται smear their bodies, Hdt.4.191. -
4 χρῴζω
χρῴζω, E.Ph. 1625, Alex.141.9, Arist.Mir. 834a8, later [full] χρώννῡμι, [suff] χρυς-ύω (qq.v.): [tense] fut.Aχρώσω Hsch.
: [tense] aor. , Luc. Im.7, etc.: [tense] pf. κέχρωκα ([etym.] ἐπι-) Plu.2.395d:—[voice] Pass., [tense] fut.χρωσθήσομαι Gal.1.278
, 9.394: [tense] aor. , etc.: [tense] pf.κέχρωσμαι Hp.Epid.7.17
, E.Med. 497, etc.: [tense] plpf.ἐκέχρωστο Alciphr. Fr.6.17
:— = χροΐζω, touch the surface of a body, and generally, touch,γόνατα μὴ χρῴζειν ἐμά E.Ph. 1625
.2 tinge, stain,ἔχρωσε μέν, ἔκαυσε δ' οὔ Arist.Mete. 371a24
, etc.; τὸ καλὸν χρῶμα δευσοποιῷ χρῴζομεν Alex.l. c.;πόσον αἷμα τὴν γῆν ἔχρωσεν; Lib.Or.42.41
; εὖ χ. gives a good complexion, Orib.Syn.5.23:—[voice] Pass., Arist.Col. 793b23, Mete. 375a6, Zos.Alch.p.171B.;ὑπὸ τοῦ ἡλίου Luc.Anach.25
; κεστρεὺς χρωσθείς browned in frying, Antiph.217.11; l.c.; of the moon,χρωσθεῖσα φύσιν πολυκαμπέα Alex.Eph.
ap. Theo Sm. p.140H.; of the tongue, Gal.9.394; τὰ μέλανα (sc. διαχωρήματα)ὑπὸ μελαίνης χολῆς.. χρῴζεται Id.18(2).142
.3 taint, defile,αἵματι παλάμαν APl.4.138
, cf. Porph.Antr.11:—[voice] Pass., metaph., ; of air, to be infected,μιάσμασιν Hp.Flat.6
.4 metaph. of an author, paint,ἔχρωσα.. κατηφεῖ χρώματι τὰ νάματα Him.Ecl.12.7
. -
5 ἀντιφράσσω
A barricade, block,τὴν ὁδόν τισι Plu.2.548d
:—[voice] Pass., to be screened, lantern,Philist.
15;τόπος ὑπὸ τῆς γῆς -φραττόμενος Plu.Nic.23
.II c. dat., stand in the way of, , cf. Pr. 929a38; esp. of a body intercepting the sun's light,ὅσοις ἀντιφράττει ἡ γῆ ὥστε μὴ ὁρᾶσθαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου.. Id.Mete. 345a29
: c. acc., ἕκαστον ἀντιφράττειν αὐτήν (sc. τὴν σελήνην) Id.Cael. 293b25. abs., X.Smp.5.6, Thphr.Ign.49;ἡ γῆ ἀ. Arist.AP0.87b40
;ἡ θάλαττα ἀ. Id.Mete. 368b10
;κωλύει τὸ ἀλλότριον καὶ ἀ. Id.de An. 429a20
.2 [voice] Pass., to be placed as an obstacle, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιφράσσω
-
6 προς-λάμπω
προς-λάμπω, dazu leuchten, hinleuchten; Plat. Rep. X, 617 a; Plut. u. a. Sp.; auch pass., τοὺς πλά-νητας ὑπὸ τοῠ ἡλίου προςλάμπεσϑαι, Plut. plac. phil. 2, 17.
-
7 παρ-αυγάζω
παρ-αυγάζω, von der Seite beleuchten od. erhellen, pass., ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Strab. 2, 5, 42, vgl. 2, 1, 18; – abbilden, durch den Schein darstellen, κριοῖο παραυγάζουσα κάρηνον, D. Per. 89.
-
8 χρώζω
χρώζω, = χροΐζω, u. χρώζομαι, 1) die Oberfläche eines Körpers berühren, bestreichen, übh. berühren, anrühren; τὰ γόνατα Eur. Phoen. 1619; μάτην κεχρώσμεϑα κακοῦ πρὸς ἀνδρός Med. 497. – 2) der Oberfläche Farbe mittheilen, abfärben; ὑπὸ τοῦ ἡλίου κεχρωσμένοι Luc. Anach. 25; u. übh. = anstecken, Sp.
-
9 καπυρός
καπυρός (κάπω, καπύω, nach Eust. gar von καίω u. πῠρ), an der Luft getrocknet, trocken, dürr; ὡς ἀπ' ἀκάνϑας ταὶ καπυραὶ χαῖται Theocr. 6, 16, nach dem Schol. αἱ κεκαυμέναι ὑπὸ τοῦ ἡλίου; καπυρὰ κάρυα Epicharm. bei Ath. II, 52 b; ἄλευρον καὶ ἄλφιτον καπυρόν Arist. probl. 21, 3; χοιρίων κρέα καπυρά Antiphan. bei Ath. III, 96 c; Sp.; übertr., νόσος, ausdörrende oder hitzige Krankheit, von der Liebe, Theocr. 2, 87; vom Tone, καπυρὸν στόμα Μοισᾶν ib. 7, 37, hell u. rein tönender Gesang; ὅσοις καπυρὸν τελέϑει στόμα ἐκ Μοισᾶν Mosch. 3, 94; τὰς καπυρωτέρας ᾠδὰς ἀσπάζεται μᾶλλον τῶν ἐσπουδασμένων Ath. XV, 697 b, wo es mehr Scherzlieder im Ggstz zu den ernsten zu sein scheinen; μουσικός εἰμι καὶ συρίζω πάνυ καπυρόν Luc. D. D. 22, 3, ich blase hell u. rein die Syrinx; καπυρὸν γελάσας, hell auflachend, Nossis 12 (VII, 414), wie Long. 2, 5; καπυρὸς ἐξεχύϑη γέλως Alciphr. 3, 48.
-
10 κατα-λάμπω
κατα-λάμπω, 1) beleuchten, erhellen; ὧν ὁ ἥλιος καταλάμπει σαφῶς ὁρῶσι Plat. Rep. VI, 508 d; bei Sp. auch τινά, z. B. τὰ δὲ φῶτα πολλὰ κατέλαμπε τοὺς στενωπούς Plut. Cic. 22. – Pass., Eur. Ion 87 Troad. 1069; ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενοι Xen. Hem. 4, 7, 7; Sp. – 2) intrans., leuchten, hell sein; ἐν δὲ μέσῳ κατέλαμπε κύκλος ἀελίοιο Eur. El. 464, vgl. 586; Sp., ἡμέρα κατέλαμψε Plut. Agesil. 24; ἡ σελήνη κατέλαμπεν εἰς ϑάλατταν sept. sap. conv. 18.
-
11 γλυκαίνω
γλυκαίνω ( redupl., s. ἀπεγλυκασμένος), süß machen, versüßen; τὰς σταφυλὰς γλυκαίνεσϑαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου Xen. Oec. 19, 19; Mosch. 3, 117; Theophr. u. a. Sp.; γλυκανϑῆναι Sext. Emp. adv. Math. 7, 192; übertr., von der Rede, φωναὶ τὴν ἀκοήν, Ggstz πικραίνω, D. Hal. de C. V. 15.
-
12 ἀκτῑνο-βολέω
ἀκτῑνο-βολέω, Strahlen werfen, Sp. im pass., ὑπὸ τοῦ ἡλίου, von der Sonne beschienen werden, bei Ath. III, 94 a.
-
13 ἐπι-καίω
ἐπι-καίω, att. - κάω (s. καίω), darauf anzünden, πῦρ H. h. Apoll. 491; in tmesi ὅς μοι πολλὰ βοῶν ἐπὶ μηρί' ἔκηεν, Il. 22, 170 u. öfter, d. i. auf dem Altar verbrennen; vgl. Hes. O. 335. – Auf der Oberfläche u. übh. verbrennen, οἱ τὰ σώματα ὑπὸ τοῦ ἡλίου ἐπικεκαυμένοι Plat. Ep. VII, 340 d; τῷ χρώματι παρὰ τὴν φύσιν ἐπικεκαυμένος Pol. 39, 2, 7; B. A. 72, 28 wird ἐπικαίεσϑαι ἐν τῷ ἡλίῳ als der vulgäre Ausdruck für χραίνεσϑαι πρὸς ἥλιον erkl.; vom Blitz, Arist. meteor. 3, 1; mit glühendem Eisen, H. A. 9, 40; D. Sic. 3, 53 u. A. Uebertr. erkl. Schol. Ar. Lys. 221 ἐπιτυφῇ μου durch ἐπικαυϑῇ ἐπ' ἐμοί.
-
14 επικαιω
атт. ἐπικάω (ᾱ)1) культ. возжигать(πῦρ HH.)
; сжигать на жертвеннике(θεῷ μηρία Hom., Hes. - in tmesi)
2) обжигать, опалять(ἀστραπέ ἐπέκαυσε Arst.)
οἱ τὰ σώματα ὑπὸ τοῦ ἡλίου ἐπικεκαυμένοι Plat. — загоревшие на солнце;τῷ χρώματι ἐπικεκαυμένος Polyb. — темнокожий, смуглый -
15 θερμαινω
(aor. ἐθέρμηνα и поздн. ἐθέρμᾱνα)1) греть, нагревать(θερμὰ λοετρά Hom.; φλογί τι Aesch.; χθόνα Eur.; θερμαίνεται ἥ γῆ ὑπὸ τοῦ ἡλίου Arst.)
θερμαίνεσθαι πρὸς τὸ φῶς NT. — греться у огня2) разогревать, раскалять(τὸν μοχλόν Hom.)
3) сушить, высушивать(θερμαινόμεναι αἱ ῥίζαι Xen.)
4) согревать, разгорячать(σπλάγχνα ποτῷ Eur.)
5) волновать, возбуждать(σπλάγχνα κότῳ Arph.; χαρᾷ καρδίαν Eur.; νοὸν φιλότητι Pind.)
θερμαίνεσθαι κεναῖσιν ἐλπίσιν Soph. — быть взволнованным пустыми надеждами -
16 καιω
реже κάω (ᾱ) (impf. ἔκαιον - атт. ἔκᾱον, fut. καύσω, aor. ἔκαυσα; pass.: fut. καυθήσομαι, aor. ἐκαύθην, aor. 2 ἐκάην, pf. κέκαυμαι, ppf. ἐκεκαύμην)1) (тж. κ. πυρί NT.) зажигать, жечь(πυρὰ πολλά Hom.; λύχνον NT.)
φλὸξ θεείου καιομένοιο Hom. — пламя горящей серы;καομένων τῶν λαμπάδων Arph. — (дым) от горящих лампад2) жечь, сжигать(δένδρεα, νεκρούς Hom.)
3) сжигать в жертву(μηρία Hom.; ὀστέα λευκά Hes.)
4) жечь, уничтожать огнемτέμνειν καὴ κ. или κ. καὴ πορθεῖν Xen. — уничтожать огнем и мечом
5) обжигатьἡ ἡμέρη καίει τοὺς ἀνθρώπους Her. — дневная жара обжигает людей;
ἐνίοτε καὴ κ. λέγεται καὴ θερμαίνειν τὸ ψυχρόν Arst. — иногда говорится, что холод обжигает и согревает6) мед. прижигать(τέμνειν καὴ κ. Plat.)
7) опалять, делать загорелым, pass. загорать(ὑπὸ τοῦ ἡλίου Arst.)
8) жечь как огнемτὰ ἐντὸς ἐκάετο Thuc. — (у больных) внутренности жгло как огнем;
κάομαι τέν καρδίαν Arph. — у меня сердце в огне, я горю (от негодования)9) растоплять, плавить(ἥ χαλκῖτις λίθος καίεται Arst.)
-
17 καταλαμπω
1) освещать (сверху), бросать светὧν ὅ ἥλιος καταλάμπει Plat. — (все то), что освещает солнце2) светить, сиять, блистать(ἐν μέσῳ κατέλαμπε κύκλος ἀελίοιο Eur.; ἥ σελήνη κατέλαμπεν εἰς θάλατταν Plut.)
ἡμέρα κατέλαμψε Plut. — день воссиял, т.е. рассвело -
18 οπταω
ион. ὀπτέω1) жарить(κρέα Hom., Xen., Plat.)
2) печь(πλακοῦντας Arph.: ἄρτους Xen.)
3) обжигать(χύτρα ὠπτημένη Plat.; ὅ ὀπτώμενος κέραμος Arst.)
4) жечь, выжигать, сушить(ἥ γῆ ὀπτᾶται ὑπὸ τοῦ ἡλίου Xen.)
5) перен. иссушать, томить, pass. сохнуть(ἐκ Ἀφροδίτης Theocr.)
-
19 διάπυρος
διάπῠρ-ος, ον,A red-hot, Anaxag.A.1,al., Hp.Aër. 17, E.Cyc. 631, Arist.Pr. 954a18; ; διάπυρα, τά, embers, Pl.Ti. 58c; extremely hot,πέτραι δ. ὑπὸ τοῦ ἡλίου Porph. Abst.1.13
.2 inflamed, Hp.VM18.3 metaph., ardent, fiery, Pl.R. 615e, Lg. 783a ([comp] Sup.); δ. πρὸς ὀργήν, πρὸς δόξαν, Plu.2.577a, Luc.4;ἐραστής Procop.Pers.2.12
;δ. μῖσος Plu.Arat.3
. Adv. - ρως ardently,προσέχειν σχολῇ εὐσεβείας Jul.Ep. 89a
;ἐρασθῆναί τινος Ael.VH2.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάπυρος
-
20 καταλάμπω
A shine upon or over, c. gen., ὧν ὁ ἥλιος κ. Pl.R. 508d: also c. acc., κ. τοὺς στενωπούς to light them, Plu.Cic.22;ἡμέρα κατέλαμψεν αὐτόν Id.Ages.24
, cf. Luc.Prom.19:—[voice] Pass.,ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενοι X.Mem.4.7.7
, cf. E.Tr. 1070(lyr.), Ion87(anap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλάμπω
См. также в других словарях:
καταλάμπω — (AM καταλάμπω) εκπέμπω λαμπρό φως, λαμποκοπώ («ἐν μέσῳ κατέλαμπε σάκει φαέθων κύκλος ἀελίοιο» στη μέση τής ασπίδας λαμποκοπούσε ο φωτεινός κύκλος τού ήλιου, Ευρ.) μσν. αρχ. 1. λάμπω πάνω σε κάποιον ή κάτι, φωτίζω κάποιον ή κάτι με λαμπρό φως (α.… … Dictionary of Greek
εξάγω — (AM ἐξάγω) [άνω] 1. βγάζω έξω ή οδηγώ κάποιον μακριά από έναν τόπο («μάχης ἐξήγαγε θοῡρον Ἄρκα», Ομ. Ιλ.) 2. απαλλάσσω από κάποιο κακό («ἐκ χειρὸς τοῡ πονηροῡ ἐξαγαγόντα ἡμᾱς») 3. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) μεταφέρω εμπορεύματα από τον… … Dictionary of Greek
παραυγάζω — ΜΑ υπό την επίδραση τού φωτός εμφανίζω την εικόνα ενός πράγματος, απεικάζω, παριστάνω («τριήρους σχῆμα παραυγάζειν», Ευστ.) αρχ. 1. παθ. παραυγάζομαι φωτίζομαι από τα πλάγια, λάμπω («παραυγάζεται ὑπὸ τοῡ ἡλίου», Στράβ.) 2. μέσ. είμαι φωτεινός,… … Dictionary of Greek
οπτώ — (I) ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ (Α) (ηλειακός τ.) βλ. οκτώ. (II) (Α ὀπτῶ, άω) (σχετικά με έδεσμα) ψήνω στη φωτιά χωρίς τη χρήση νερού, λαδιού ή βουτύρου («ὀπτῶ τὰ κρέα», Αριστοφ.) αρχ. 1. (σχετικά με ψάρια και αβγά) τηγανίζω 2. ψήνω φρυγανιά με τυρί 3. ψήνω … Dictionary of Greek
προσαποδύομαι — Α γδύνομαι ακόμη πιο πολύ («θαλπόμενος [ὑπὸ τοῡ ἡλίου] εἶτα καυματιζόμενος καὶ τὸν χιτῶνα τῷ ἱματίῳ προσαπεδύσατο», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποδύομαι «γδύνομαι, αποβάλλω από πάνω μου»] … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek